κροκοδιλίτης

κροκοδιλίτης
κροκο-δῑλίτης [pron. full] [ῑτ] (sc. λόγος), ου, , a sophistic fallacy, Chrysipp.Stoic.2.93.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κροκοδιλίτης — κροκοδιλίτης, ὁ (Α) παγιδευτικό σόφισμα τής αρχαιότητας που τό καταγράφει ο Λουκιανός στο έργο του Βίων πράσις. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροκόδιλος + επίθημα ίτης (πρβλ. ερημ ίτης, οδ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • κροκοδίλινος — κροκοδίλινος, ίνη, ον (Α) [κροκόδιλος] αυτός που αναφέρεται στο σόφισμα κροκοδιλίτης* …   Dictionary of Greek

  • κροκόδειλος — και κροκόδιλος και κορκόδειλος (AM κροκόδειλος και κορκόδειλος, Α και κροκόδιλος και κορκόδριλλος και κορκότιλος και κροκύδιλος) σαρκοφάγο και μεγάλων διαστάσεων ερπετό τής τάξης κροκοδείλια αρχ. διάφορα είδη σαύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κροκό διλος πιθ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”